Λινναίος, Κάρολος

Λινναίος, Κάρολος
(Ρασχούλτ, Σουηδία 1707 – Ουψάλα 1778). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Σουηδού φυσιοδίφη Καρλ φον Λίνε (Carl von Linné). Σπούδασε ιατρική, ασχολήθηκε όμως με τη βοτανική και έγινε καθηγητής της βοτανικής στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα το 1741. Υπήρξε ο πρώτος μεγάλος δάσκαλος της συστηματικής, αφού το σύστημα ονοματολογίας που χρησιμοποιείται σήμερα είναι ουσιαστικά δικό του. Απώτερο σκοπό του έθεσε την ορθολογική ταξινόμηση των τριών βασιλείων της φύσης. Έχοντας κυρίως ως πρότυπο τις προσπάθειες του Αντρέα Τσεζαλπίνο, του οποίου ήταν φανατικός θαυμαστής, αφιερώθηκε στη μελέτη των φυτών, τα οποία κατένειμε σε 24 τάξεις, ανάλογα με τον σχηματισμό των οργάνων αναπαραγωγής. Οι ταξινομήσεις του Λ. θεωρούνται σήμερα ξεπερασμένες, αλλά οι βασικές αρχές του παραμένουν αμετάβλητες. Ο ίδιος έγραψε πολλά έργα, το σπουδαιότερο από τα οποία τιτλοφορείται Σύστημα της φύσης (Systema naturae, 1735). Αυτό περιλαμβάνει την ταξινόμηση όλων των τότε γνωστών ζώων, ορυκτών και φυτών σε μια γενική μορφή. Άλλα σημαντικά έργα του τιτλοφορούνται Γένη φυτών (Genera plantarum, 1737) και Είδη φυτών (Species plantarum, 1753), στα οποία περιγράφονται πολλά φυτικά γένη και είδη αντίστοιχα. Σημαντικός νεωτερισμός που εισήγαγε ο Λ. είναι το διωνυμικό σύστημα ονοματολογίας, που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, κάθε είδος χαρακτηρίζεται με δύο λατινικές ονομασίες: η πρώτη, το ουσιαστικό, γράφεται με κεφαλαίο αρχικό γράμμα και αναφέρεται στο γένος, ενώ η δεύτερη, ουσιαστικό ή επίθετο, γράφεται με πεζό αρχικό γράμμα και αναφέρεται στο είδος. Ένας πίνακας από το έργο «Philosophia botanica» (1751) του Σουηδού φυσιοδίφη Καρόλου Λινναίου. Προσωπογραφία του Σουηδού φυσιοδίφη Καρόλου Λινναίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λίνε, Καρλ φον- — (Carl von Linné). Σουηδός φυσιολόγος. Βλ. λ. Λινναίος, Κάρολος …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • ερπετολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τα ερπετά και ιδιαίτερα τα φίδια. Η ε. άρχισε ως επιστήμη με τον Αριστοτέλη, ο οποίος ταξινόμησε τα ερπετά σε τετράποδα, ωοτόκα (χελώνες, κροκόδειλοι, σαύρες), φίδια και βατράχια, περικλείοντας μεταξύ των ερπετών… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”